- νομισματοκόπος
- ο, ηαυτός που με ειδικά μηχανήματα κόβει και εκτυπώνει νομίσματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμισμα, -ατος + -κόπος (< κόπτω). Η λ. μαρτυρείται από το 1745 στον Θ. Μανδακάση].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νομισματοκοπώ — έω είμαι νομισματοκόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νομισματοκόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Νομοτεχνικόν Λεξικόν] … Dictionary of Greek
-κόπος — β συνθετικό ονομάτων τής Νέας Ελληνικής με επαναληπτική ή επιτατ. σημ., πρβλ. μεθο κόπος, λαμνο κόπος κ.λπ. Το β συνθετικό τών αντίστοιχων σύνθ. ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής σε κόπος (< κόπος < κόπτω) διατηρούσε την αρχική σημ. τής λ.… … Dictionary of Greek
νομισματοκοπία — η η κοπή νομισμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < νομισματοκόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1822 στα Έγγραφα τής Ελληνικής Κυβερνήσεως] … Dictionary of Greek
νομισματοκοπείο — Ίδρυμα όπου κατασκευάζονται τα νομίσματα ή απευθείας από το κράτος ή για λογαριασμό του και υπό τον έλεγχό του. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για την κοπή των νομισμάτων ήταν το χύσιμο και η σφυρηλάτηση. Το χύσιμο χρησιμοποιούσαν… … Dictionary of Greek